- ἀσαφείας
- ἀσαφείᾱς , ἀσάφειαwant of clearnessfem acc plἀσαφείᾱς , ἀσάφειαwant of clearnessfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… … Dictionary of Greek
μνημείο — Κάθε τι και κυρίως κάθε κτίσμα στήλη, τύμβος κλπ. που προορίζεται να συμβολίσει μια ιδέα ή να τιμήσει και να διαιωνίσει τη μνήμη κάποιου σημαντικού γεγονότος ή προσώπου. Τα προϊστορικά ντόλμεν, οι πυραμίδες, οι τύμβοι, είναι μνημεία αυτού του… … Dictionary of Greek
ολοκληρωτισμός — Όρος που δημιουργήθηκε τον 20ό αι. για να χαρακτηρίσει πολιτικά κινήματα και καθεστώτα που αποκλείουν απόλυτα, στην πάλη για την άσκηση της εξουσίας, και αυτή την ύπαρξη μιας νόμιμης αντιπολίτευσης. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε αρχικά (ιδιαίτερα από… … Dictionary of Greek
συσκότιση — συσκότιση, η και συσκοτισμός, ο 1. το να γίνει κάτι σκοτεινό, η κάλυψη με σκοτάδι: Στην περίοδο του πολέμου κάνανε συσκότιση για να προφυλάγονται από τα εχθρικά αεροπλάνα. 2. μπέρδεμα, δημιουργία ασάφειας: Γίνεται επίτηδες συσκότιση των πραγμάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)